κιστοειδής

κιστοειδής
κιστοειδής, ές,
A shaped like a chest, Hsch.s.v. ὀγκίον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κιστοειδής — ές (Α κιστοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κίστης, αυτός που μοιάζει με κιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + ειδής (< εἶδος)] …   Dictionary of Greek

  • κίστη — Καλάθι ή κιβώτιο κυλινδρικού σχήματος το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα. Η κ. ήταν κατασκευασμένη είτε από κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους είτε από ξύλο ή μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Χρησίμευε για τη φύλαξη λαχανικών, καρπών και άλλων τροφών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”